τηγανίζω

τηγανίζω
τηγανίζω
fry in a
pres subj act 1st sg
τηγανίζω
fry in a
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηγανίζω — τηγανίζω, τηγάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά …   Dictionary of Greek

  • τηγανίζω — τηγάνισα, τηγανίστηκα, τηγανισμένος, ψήνω στο τηγάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηγανιζομένων — τηγανίζω fry in a pres part mp fem gen pl τηγανίζω fry in a pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγανιζόμενον — τηγανίζω fry in a pres part mp masc acc sg τηγανίζω fry in a pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγάνιζε — τηγανίζω fry in a pres imperat act 2nd sg τηγανίζω fry in a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετηγανισμένος — τηγανίζω fry in a perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετηγανισμένου — τηγανίζω fry in a perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγανιζομένην — τηγανίζω fry in a pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγανιζομένης — τηγανίζω fry in a pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”